εξαναρπάζω

εξαναρπάζω
ἐξαναρπάζω (Α)
1. αρπάζω κάτι βίαια και βιαστικά, αναρπάζω («ἐξανήρπασαν ταῡρον», Ευρ.)
2. (για γυναίκα) κλέβω, κάνω απαγωγή («ἐρῶν ἐρῶσαν ᾤχετ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐξανήρπασαν — ἐξαναρπάζω snatch away aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναρπάσας — ἐξαναρπά̱σᾱς , ἐξαναρπάζω snatch away fut part act fem acc pl (doric) ἐξαναρπά̱σᾱς , ἐξαναρπάζω snatch away fut part act fem gen sg (doric) ἐξαναρπά̱σᾱς , ἐξαναρπάζω snatch away fut part act fem acc pl (doric) ἐξαναρπά̱σᾱς , ἐξαναρπάζω snatch …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”